Το 1996, ο 25χρονος, τότε, Γιάννης Πασαλίδης αποφάσισε να φύγει από την Αθήνα, να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη στην επαρχία του Νέστου, κοντά στην Καβάλα, και να γίνει αγρότης. Επέλεξε όμως να μην ακολουθήσει το παράδειγμα του παππού του που καλλιεργούσε σιτηρά και έτσι «έβαλε» ακτινίδια. Στα χρόνια που πέρασαν τα κατάφερε αρκετά καλά, έκανε επενδύσεις και αγόρασε κτήματα, γιατί ο κλήρος που κληρονόμησε ήταν μικρός. Ομως την ίδια στιγμή το «σύστημα» τον τιμώρησε για την επιτυχία του στερώντας του οποιαδήποτε βοήθεια. Ετσι, σήμερα, από ένα γραφειοκρατικό λάθος, δεν έχει «δικαιώματα» καλλιέργειας, δηλαδή δεν λαμβάνει την Ενιαία Ενίσχυση από την Ε. Ε. αντίθετα από τον παππού του που διαθέτει και «δικαιώματα» και συνεχίζει να καλλιεργεί σιτάρι όπως παλιά. Ακόμα, το 2007 τα έξοδά του για την καλλιέργεια των ακτινιδίων ήταν 38.000 ευρώ το χρόνο ενώ πωλούσε το προϊόν του 0,65 ευρώ το κιλό, αλλά σήμερα τα έξοδα έχουν φτάσει 48.000 το χρόνο ενώ πουλά 0,30 ευρώ το κιλό. Προχθές, πάντως, τα ελληνικά ακτινίδια πωλούνταν 2,20 στο μανάβη και τα ιταλικά 3,50. Η παραπάνω ιστορία αναδεικνύει ανάγλυφα τα προβλήματα της ελληνικής αγροτικής οικονομίας και κατ’ επέκταση των αγροτών. Προβλήματα που συσσωρεύονται χρόνια και που κάθε φορά «επιλύονται», δηλαδή… κουκουλώνονται με την καταβολή χρημάτων πάνω ή κάτω από το τραπέζι. Μόνο που φέτος τελείωσαν τα χρήματα...
Γερασμένος αγροτικός πληθυσμός. Το 60% του αγροτικού πληθυσμού της Ελλάδας είναι άνω των 55 ετών ενώ συχνά η αύξηση που εμφανίζεται στα ποσοστά των νέων αγροτών τη μία χρονιά, την επόμενη εξαφανίζεται. Το γεγονός οφείλεται στο ότι τα προγράμματα Νέων Αγροτών που εφαρμόστηκαν είχαν στόχο την απορρόφηση κονδυλίων και όχι την εφαρμογή πολιτικής. Ετσι οι υπέργηροι «αρχηγοί» αγροτικών εκμεταλλεύσεων μεταβίβαζαν τη γη τους στο γιο, την κόρη ή τη νύφη τους, οι οποίοι έμπαιναν στο πρόγραμμα Νέων Αγροτών αν και δεν είχαν μεγάλη σχέση με την αγροτική παραγωγή. Οι «παππούδες» έμπαιναν στο πρόγραμμα πρόωρης συνταξιοδότησης αντίστοιχα, αλλά στην πραγματικότητα συνέχιζαν να ασκούν την αγροτική τους δραστηριότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2000 - 2007 που εφαρμόστηκε το εν λόγω πρόγραμμα αυξάνονται εντυπωσιακά (21,2%) τα ποσοστά των γυναικών που εμφανίζονται ως αρχηγοί αγροτικών εκμεταλλεύσεων, όχι βέβαια γιατί οι γυναίκες αποφάσισαν ξαφνικά να ασχοληθούν με την παραγωγή…
Μεγάλος αριθμός αγροτών. Τουλάχιστον στα χαρτιά, που κανείς δεν παίρνει το θάρρος να ξεκαθαρίσει. Οι αγρότες, με βάση την τελευταία απογραφή γεωργικών εκμεταλλεύσεων, εμφανίζονται 813.000. Στην πραγματικότητα εκτιμάται ότι οι ενεργοί αγρότες δεν είναι πάνω από 300.000. Οι υπόλοιποι είναι ετεροεπαγγελματίες, άνθρωποι της πόλης που ωστόσο βγάζουν κάτι από τα κτήματα του παππού, διαστρεβλώνοντας παράλληλα το τοπίο της αγροτικής οικονομίας στην Ελλάδα. Οι κυβερνήσεις αρνούνται να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση λόγω πολιτικού κόστους.
Παλαιολιθικής αξίας καλλιέργειες - κρατικοδίαιτοι συνεταιρισμοί. Οι οποίες δεν αντέχουν στον ανταγωνισμό της παγκοσμιοποιημένης αγοράς αλλά δεν έχει σημασία, αφού οι παραγωγοί θα πάρουν έτσι και αλλιώς την επιδότηση. Καλαμπόκια, σιτάρια, βαμβάκι. Οι τιμές πέφτουν αλλά οι αγρότες επιμένουν. Ισως γιατί έχουν συνηθίσει να «προστατεύονται» από τις κυβερνήσεις. Aπό τα 425 εκατ. ευρώ που έδωσε πέρυσι στους αγρότες η κυβέρνηση της Ν.Δ. το 40% «πήγε» στο βαμβάκι ενώ όταν πρόπερσι έπεσαν οι τιμές στο καλαμπόκι οι συνεταιρισμοί έλαβαν άτοκο δάνειο για να αγοράσουν την παραγωγή των μελών τους που στη συνέχεια δεν κατάφεραν να πωλήσουν. Γιατί στην Ελλάδα οι συνεταιρισμοί δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που θα έπρεπε να είναι, δηλαδή μια συλλογική, αγροτική επιχείρηση που προστατεύει τα μέλη της και έχει δυναμική παρέμβαση στην αγορά. Είναι συνήθως κομματικά εξαρτώμενοι, συχνά υπερχρεωμένοι, συντηρούν και διαιωνίζουν την κρατικοδίαιτη λογική. Ενδεικτικά, η FrieslandCampina που παράγει και βγάζει στην αγορά το γάλα Νουνού, είναι απλώς μια μεγάλη συνεταιριστική επιχείρηση.
Προϊόντα που παράγονται χωρίς ποιοτικές προδιαγραφές. Τις περισσότερες φορές δεν έχουν πιθανότητα να πωληθούν εκτός των προστατευτικών ορίων του συνεταιρισμού. Είναι γνωστό ότι το ιταλικό λάδι είναι σε μεγάλο ποσοστό ελληνικό, που στέλνεται χύμα στην Ιταλία γιατί εμείς δεν μπορούμε να το τυποποιήσουμε. Στην Ηλεία, για παράδειγμα, όπου η ελαιοκαλλιέργεια είναι πολύ διαδεδομένη, το λάδι δεν τυποποιείται.
Μεγάλη ψαλίδα τιμών παραγωγού - καταναλωτή. Το σιτάρι πληρώνεται στον παραγωγό 0,14 ευρώ το κιλό και στον καταναλωτή φτάνει 2 ευρώ τα 200 γραμμάρια. Αυτό συμβαίνει γιατί ούτε οι αγρότες έχουν σχέση με τη διαδικασία τυποποίησης, διακίνησης και πώλησης των προϊόντων τους ούτε υπάρχει ο αναγκαίος έλεγχος, οπότε συχνά εμφανίζονται φαινόμενα κερδοσκοπίας ή ελληνοποιήσεων.
Το χειρότερο; Τρεις δεκαετίες κοινοτικών προγραμμάτων και επιδοτήσεων, ένας πακτωλός χρημάτων, σπαταλήθηκε και η αγροτική οικονομία προχώρησε ελάχιστα. Είναι αλήθεια εντυπωσιακό πόσα χρήματα έχουμε πάρει και πόσο λίγα έχουμε καταφέρει τόσα χρόνια.
Αναδημοσίευση από ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου